- μοντελισμός
- οτεχνολ. η εργασία τής σχεδίασης και κατασκευής προτύπων, μοντέλων, για επαγγελματικούς ή ερασιτεχνικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. modelisme < modele «πρότυπο, μοντέλο» + -ισμός* (βλ. μοντέλο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.